ἀναληπτήρ

ἀναληπτήρ
ἀνα-ληπτήρ, ῆρος, ,
A bucket, J.AJ8.3.7; ladle or bowl, LXX 2 Ch.4.16.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αναληπτήρ — ἀναληπτήρ ( ήρος), ο (Α) [ἀναλαμβάνω] 1. κουβάς για την άντληση τού νερού από πηγάδι ή δεξαμενή 2. κούπα, κύπελλο ή λεκάνη …   Dictionary of Greek

  • ἀναληπτῆρας — ἀναληπτήρ bucket masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναλαμβάνω — (Α ἀναλαμβάνω Ν αναλαβαίνω) 1. παίρνω (στα χέρια μου), λαμβάνω 2. δέχομαι να φέρω σε πέρας κάποια εργασία ή υπόθεση, επωμίζομαι την ευθύνη για κάτι 3. αρχίζω να εργάζομαι ως υπάλληλος σε υπηρεσία, αποκτώ κάποιο αξίωμα 4. ανακτώ τις δυνάμεις μου,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”